- ράφτρα
- η портниха, швея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράφτρα — η, Ν βλ. ράπτης … Dictionary of Greek
ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα … Dictionary of Greek
ξενοράβω — και ξενοράφτω (για ράφτρα) πηγαίνω σε ξένα σπίτια και ράβω με πληρωμή … Dictionary of Greek
ράπτης — ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, ιδος, ΜΑ νεοελλ. τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα μσν. αρχ. αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής … Dictionary of Greek
ράφτης — ο, θηλ. ράφτρα, Ν βλ. ράπτης … Dictionary of Greek
ράφτης — ο θηλ. ράφτρα αυτός που ράβει αντρικά ή γυναικεία ρούχα: Φημισμένος ράφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραφτικά — τα η αμοιβή που δίνεται στο ράφτη (ή στη ράφτρα) για το ράψιμο: Ράβει καλά, αλλάπαίρνει πολλά ραφτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)